- προεκλειώσας
- προεκλειώσᾱς , πρό , ἐκ-λειόωmake smoothaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)προεκλειώσᾱς , πρό-ἐκλειόωrub downaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.